Οι ουρητήρες είναι δύο σωλήνες, οι οποίοι μεταφέρουν τα ούρα από τους νεφρούς στην ουροδόχο κύστη. Η διάμετρος του καθενός είναι συνήθως >5χιλ. Μεγαουρητήρας είναι ο πολύ διατεταμένος ουρητήρας. Είναι μια ανωμαλία που μπορεί να αφορά τον ένα ή και τους δύο ουρητήρες του παιδιού.
Ο Μεγαουρητήρας μπορεί να προκαλέσει αντίστροφη ροή των ούρων στα νεφρά, τα οποία λιμνάζουν καθώς ο ουρητήρας δεν αδειάζει και προκαλούν λοίμωξη του ουροποιητικού συστήματος, η οποία απειλεί με βλάβες τα νεφρά. Διακρίνεται σε πρωτοπαθή ή δευτεροπαθή ο οποίος προκαλείται λόγω βλάβης των βαλβίδων ή μπορεί να οφείλεται σε στένωση ουρήθρας, σε νευρογενή κύστη ή σε ουρητηροκήλη.
Συνήθως εντοπίζεται από την εμβρυακή περίοδο, με τη βοήθεια των υπερήχων αλλά μπορεί να διαγνωσθεί και αργότερα, όταν το παιδί θα εκδηλώνει συχνά λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος. Η έγκυρη διάγνωση από έμπειρο παιδοουρολόγο είναι καθοριστικής σημασίας.
Στη διάγνωση συμβάλουν εξετάσεις όπως:
Εξετάσεις αίματος. Αξιολογούν τους ηλεκτρολύτες του παιδιού και καθορίζουν τη λειτουργία των νεφρών.
Ενδοφλέβια pyelogram (IVP). Διαγνωστική τεχνική κατά την οποία, με τη βοήθεια μίας χρωστικής ουσίας, αξιολογούνται οι δομές του ουροποιητικού συστήματος, ο ρυθμός και η διαδρομή της ροής των ούρων.
Κένωσης cystourethrogram (VCUG). Ειδική ακτινογραφία που εξετάζει αν υπάρχει αντίστροφη ροή των ούρων μέσα στους ουρητήρες και στα νεφρά. Τοποθετούμε στην ουρήθρα ένα καθετήρα και γεμίζουμε την κύστη με μία χρωστική, η οποία μας επιτρέπει να παρακολουθήσουμε την πλήρωση και το άδειασμά της.
Κοιλιακό υπερηχογράφημα. Διαγνωστική απεικονιστική τεχνική. Με τη βοήθεια ηχητικών κυμάτων υψηλής συχνότητας, εξετάζουμε τη λειτουργία των εσωτερικών οργάνων, των αιμοφόρων αγγείων και των ιστών και αξιολογούμε τη ροή του αίματος.
Διουρητική νεφρική σάρωση. Διαγνωστική τεχνική απεικόνιση, με την οποία εγχέεται ραδιενεργό υγρό μέσα στη φλέβα, το οποίο μεταφέρεται στους νεφρούς απ’ όπου εκπέμπει σήματα που «διαβάζουν» οι κάμερες. Κατά διαδικασία χορηγείται διουρητικό φάρμακο, το οποίο επιταχύνει τη ροή των ούρων από τα νεφρά και βοηθά να εντοπισθεί η περιοχή της απόφραξης του ουροποιητικού συστήματος.
Θεραπεία
Ο μεγαουρητήρας μπορεί να είναι παλινδρομικός, αποφρακτικός ή μη αποφρακτικός/μη παλινδρομικός. Τη θεραπεία του καθορίζουν η ηλικία του παιδιού, η κατάσταση της υγείας του, η έκταση της βλάβης αλλά και η ανταπόκριση του οργανισμού του σε συγκεκριμένη φαρμακευτική αγωγή. Ειδικότερα, παράγοντες που καθορίζουν αν απαιτείται χειρουργική επέμβαση ή συντηρητική αντιμετώπιση είναι ο βαθμός επιδείνωσης της νεφρικής λειτουργίας, το πάχος του φλοιού, οι υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις, αν ο νεφρός είναι μονήρης ή αν έχουν εκδηλωθεί πυελονεφρίτιδα ή νεφρολιθίαση.
Αν υπάρχει μεγάλη διάσταση λόγω της απόφραξης του ουροποιητικού συστήματος, απαιτείται χειρουργική επέμβαση, με την οποία μειώνεται η διάταση του ουρητήρα, βελτιώνεται η ροή των ούρων και επανεμφυτεύεται στην ουροδόχο κύστη, με τρόπο που αποτρέπει την παλινδρόμηση των ούρων.
Αν η επέμβαση είναι επιβεβλημένη καλό είναι να μη γίνει σε νεογνική ηλικία. Πάντως, οι περισσότεροι πρωτοπαθείς μεγαουρητήρες στα νεογνά είναι μη αποφρακτικοί/μη παλινδρομούντες και αντιμετωπίζονται συντηρητικά.