στύση, άγχος, κόλπος, μαστός, σακχαρώδης διαβήτης, χημειοθεραπεία

Ο καρκίνος επηρεάζει τη ζωή  του ασθενή, άρα και την σεξουαλικότητά του. Οι αλλαγές στην εικόνα του σώματος,  η μειωμένη ενεργητικότητα, η αγωνία για την επιβίωση και το άγχος – λόγω οικογενειακών και οικονομικών δυσκολιών – επηρεάζουν την έκφραση της σεξουαλικότητας και δημιουργούν προβλήματα στην ερωτική επιθυμία.

Συνήθως, είναι αδύνατο να προβλεφθούν οι παρενέργειες της θεραπείας. Σε μερικούς ασθενείς, η θεραπεία επηρεάζει την ικανότητα στύσης, την εκσπερμάτωση ή την σεξουαλική πράξη, ενώ σε άλλους ενδέχεται να μην προκαλέσει καμία ή ελάχιστη αλλαγή της σεξουαλικής λειτουργίας.

Αν ο ασθενής απολάμβανε την σεξουαλικότητά του πριν την εμφάνιση της νόσου, οι πιθανότητες να διατηρήσει ή να ανακτήσει την ερωτική του αυτοπεποίθηση είναι πάρα πολλές, ανεξάρτητα από τις αλλαγές που έχει επιφέρει ο καρκίνος.

Αδυναμία στύσης. Επειδή ορισμένα φάρμακα προκαλούν παροδικές διαταραχές στύσης, ο ασθενής πρέπει να ενημερώνεται από τον ιατρό σχετικά με τις παρενέργειες της θεραπείας. Αν επιτυγχάνει στύση με αυνανισμό ή ξυπνά τη νύχτα με στύση, το πρόβλημα πιθανότερα είναι ψυχολογικό (άγχος). Μπορεί να ζητήσει από τον ιατρό του να τον παραπέμψει σε ουρολόγο ή σεξολόγο για περαιτέρω εκτίμηση της κατάστασής του. Πολλά ζευγάρια αναφέρουν ότι έμαθαν να έχουν ιδιαίτερα ευχάριστες σεξουαλικές εμπειρίες χωρίς στύση ή σεξουαλική επαφή. Σε πολλές μορφές σεξουαλικής διέγερσης, δεν απαιτείται  πέος στύση. Αν το ζευγάρι αναζητήσει άλλα είδη ερωτικής έκφρασης, θα αντιληφθεί ότι – με τον καιρό – η στύση θα επανέλθει ή ότι διάφορες σεξουαλικές επιλογές μπορούν να προσφέρουν παρόμοια επίπεδα απόλαυσης. Υπομονή, επικοινωνία και χρόνος είναι οι κρίσιμοι παράγοντες για την αντιμετώπιση του άγχους για στύση.

Αν η στύση δεν επανέλθει και η συνουσία έχει ιδιαίτερη σημασία για το ζευγάρι, ο ασθενής μπορεί να ζητήσει την συμβουλή ενός σεξολόγου. Οι θεραπευτικές υποδείξεις του, διάφορες τεχνικές χαλάρωσης, ο χρονικός προγραμματισμός μίας διέγερσης και οι μέθοδοι οπτικού ερεθισμού είναι δυνατό να συμβάλλουν στην αντιμετώπιση του προβλήματος. Εφόσον  το πρόβλημα της στύσης παραμένει άλυτο, ο ασθενής μπορεί να ζητήσει την βοήθεια ουρολόγου ανδρολόγου. Η σύγχρονη ανδρολογία μπορεί να αντιμετωπίσει τις διαταραχές της στύσης με κατάλληλες θεραπευτικές παρεμβάσεις.

Άγχος. Τα σεξουαλικά προβλήματα, που προκύπτουν μετά την θεραπεία, πιθανώς να οφείλονται σε μεγάλο βαθμό  στο άγχος. Ο ασθενής πρέπει να συζητά τους προβληματισμούς του με τον ιατρό πριν την έναρξη της θεραπείας. Η ενημέρωση, σχετικά με τους πιθανούς τρόπους αντιμετώπισης, μπορούν να περιορίσουν το άγχος.  Ωστόσο, στις περισσότερες περιπτώσεις, δεν υπάρχει αξιόπιστος τρόπος διάκρισης των σωματικών από τις ψυχολογικές αιτίες των σεξουαλικών προβλημάτων του ασθενούς.

Φαρμακευτική αγωγή. Η μείωση της σεξουαλικής επιθυμίας μπορεί να οφείλεται και σε φάρμακα, που χορηγούνται για άλλα νοσήματα (π.χ. αρτηριακή υπέρταση, σακχαρώδης διαβήτης, αλκοολισμός, ψυχολογικά προβλήματα κ.ά)

Για την αποθεραπευμένη

Επώδυνη σεξουαλική επαφή. Αν μετά τη θεραπεία για καρκίνο των γεννητικών οργάνων η σεξουαλική επαφή είναι επώδυνη, συνιστάται γυναικολογική εξέταση ώστε να διαγνωσθεί η αιτία. Το πρόβλημα μπορεί να συσχετίζεται με την επέμβαση, την ακτινοβόληση, την χημειοθεραπεία ή να οφείλεται σε άλλη αιτία (π.χ. λοίμωξη).

Μη επαρκής έκκριση υγρών. Η λίπανση με σίελο ή με τη χρήση ειδικών προϊόντων (π.χ. υδατοδιαλυτά λιπαντικά ή έλαια) μπορεί να ελαττώσει την τριβή. Τα τεχνητά λιπαντικά διευκολύνουν την συνουσία, όταν τα χαμηλά επίπεδα οιστρογόνων προκαλούν ξηρότητα του κόλπου. Σε μερικές περιπτώσεις, η εφαρμογή μικρών ποσοτήτων οιστρογόνων συμβάλλει στην αποκατάσταση των εκκρίσεων και της ατροφίας του κόλπου. Σε ασθενείς με καρκίνο του μαστού, δεν συνιστάται η χρήση οποιουδήποτε σκευάσματος οιστρογόνων.

Αλλαγή του κόλπου. Μετά από χειρουργική επέμβαση ή ακτινοθεραπεία, ο κόλπος σμικρύνεται ή μειώνεται η ελαστικότητά του. Και στις δύο περιπτώσεις, η συνουσία καθίσταται επώδυνη. Αν οι σεξουαλικές επαφές αρχίσουν αμέσως μετά την θεραπεία, πιθανώς να μην εμφανιστούν αυτά τα προβλήματα. Η  ασθενής μπορεί να συζητήσει με τον θεράποντα ιατρό της, πιθανούς τρόπους αντιμετώπισης της νέας κατάστασης.