
Τα Σεξουαλικώς Μεταδιδόμενα Νοσήματα, που παλιότερα ήταν γνωστά ως αφροδίσια, απειλούν την υγεία μας. Κι επειδή η χρήση προφυλακτικού δεν μας προστατεύει 100%, είναι απαραίτητη η έγκαιρη διάγνωση και η αποθεραπεία τους.
Το πρόβλημα με τα Σεξουαλικώς Μεταδιδόμενα Νοσήματα (ΣΜΝ) είναι ότι δεν έχουν πάντα εμφανή συμπτώματα. Αυτό σημαίνει ότι όχι μόνο πρέπει να είμαστε προσεκτικοί με τη σεξουαλική μας συμπεριφορά αλλά και να μην αμελούμε τον ετήσιο προληπτικό έλεγχο, ο οποίος και εγγυάται ασφαλή διάγνωση.
Η θεραπευτική τους αντιμετώπιση δεν είναι κοινή για όλα. Τα περισσότερα θεραπεύονται εύκολα, άλλα απαιτούν θεραπευτική αντιμετώπιση για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Ποικίλοι και οι τρόποι που μπορεί να προσβληθούμε: με κολπική, πρωκτική ή στοματική επαφή. Κάποια από αυτά, μεταδίδονται και μέσω δερματικής επαφής (όπως η μολυσματική τέρμινθος) ή με την επαφή μας με μολυσμένο αίμα (όπως η ηπατίτιδα).
Ας δούμε ποιες είναι οι προληπτικές εξετάσεις στις οποίες πρέπει να υποβαλλόμαστε τακτικά, ιδίως αν έχουμε ασταθή ερωτική ζωή.
Ιός HPV (ιός των ανθρώπινων θηλωμάτων). Ανιχνεύεται με τεστ Παπανικολάου. Στελέχη του ιού ενοχοποιούνται για τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας. Μπορεί ν’ απαιτηθεί κολποσκόπηση, ουρηθροσκόπηση και κολονοσκόπηση. Συνήθως αντιμετωπίζονται με λέιζερ, κρυοπηξία ή χειρουργική αφαίρεση.
Τριχομονάδες. Βασικότερη εστία μόλυνσης στις γυναίκες είναι ο κόλπος και στους άνδρες η ουρήθρα. Μεταδίδονται με τη σεξουαλική επαφή. Για τη διάγνωσή τους, απαιτείται καλλιέργεια κολπικού ή ουρηθρικού υγρού, ουρολογικές εξετάσεις και τεστ ΠΑΠ. Εφόσον προσβληθείτε, είναι απαραίτητο να ακολουθήσει φαρμακευτική αγωγή και ο ερωτικός σας σύντροφος.
Βακτηριδιακή κολπίτιδα. Εντοπίζεται μικροσκοπική εξέταση και καλλιέργεια.
Χλαμύδια, γονόρροια, βλεννόρροια. Για να διαγνωσθεί στις γυναίκες, απαιτείται τραχηλικό δείγμα. Για τους άνδρες σπέρμα, ούρα ή ουρηθρικό έκκριμα. Τα χλαμύδια ανιχνεύονται 30 ώρες μετά την προσβολή του οργανισμού ενώ για τη γονόρροια, τα αποτελέσματα είναι ορατά μετά την παρέλευση 48 ωρών. Τα χλαμύδια αντιμετωπίζονται με αντιβιοτική αγωγή, την οποία απαραίτητα πρέπει να ακολουθήσει και ο ερωτικός σύντροφος. Αν δεν αντιμετωπισθούν, μπορούν να προκαλέσουν σοβαρές φλεγμονές, ακόμη και στειρότητα. Με αντιβιοτική αγωγή αντιμετωπίζονται γονόρροια και βλεννόρροια, οι οποίες μπορούν να προκαλέσουν πόνο, στένωση ουρήθρας, νεφρική ανεπάρκεια αλλά και στειρότητα.
HIV (AIDS). Με εξέταση αίματος, ο ιός ανιχνεύεται 6 εβδομάδες έως 6 μήνες μετά την ύποπτη επαφή με φορέα του AIDS.
Σύφιλη. Τα αντισώματα ανιχνεύονται από 3 έως 90 ημέρες μετά την προσβολή του οργανισμού, με εξέταση αίματος. Την προκαλεί βακτήριο, το οποίο παραμένει στον οργανισμό σε λανθάνουσα κατάσταση και επηρεάζει όλες τις λειτουργίες του. Αντιμετωπίζεται με αντιβιοτική αγωγή, ανάλογα με το στάδιο στο οποίο βρίσκεται ο ασθενής, υπό την επίβλεψη εξειδικευμένου αφροδισιολόγου. Είναι επικίνδυνη γιατί μπορεί να προκαλέσει καρδιαγγειακά νοσήματα, ανεύρυσμα ή και μόνιμες δερματικές βλάβες.
Έρπης γεννητικών οργάνων. Η διάγνωση επιτυγχάνεται με εξέταση αίματος και καλλιέργεια της προσβεβλημένης περιοχής. Εμφανίζεται στο δέρμα και τους βλεννογόνους και οφείλεται στον ιό HSV-2. Δεν θεραπεύεται εντελώς αλλά παραμένει στον οργανισμό σε λανθάνουσα μορφή και επανεμφανίζεται κάθε φορά που το ανοσοποιητικό είναι αδύναμο. Τα συμπτώματα μπορεί να ανακουφίσουν αντιιικά φάρμακα.
Ηπατίτιδα Β, ηπατίτιδα C. Ανιχνεύονται με εξέταση αίματος ή εξέταση που ανιχνεύει DNA/RNA του ιού σε ελάχιστο χρόνο μετά τη μόλυνση. Ο ιός της ηπατίτιδας Β μεταδίδεται με τη σεξουαλική επαφή αλλά και την επαφή με μολυσμένο αίμα. Εμφανίζει συμπτώματα μόνο σε προχωρημένο στάδιο, προλαμβάνεται με εμβολιασμό και αντιμετωπίζεται με φαρμακευτική αγωγή. Η ηπατίτιδα C μεταδίδεται με την επαφή με μολυσμένο αίμα και τη σεξουαλική επαφή και θεραπεύεται με φαρμακευτική αγωγή.
Μολυσματική τέρμινθος. Πρόκειται για ιογενή λοίμωξη του δέρματος, που μεταδίδεται με τη σωματική επαφή ή με την επαφή με μολυσμένα ρούχα και πετσέτες. Κύστες γεμάτες υγρό κάνουν την εμφάνισή τους, στην περιοχή των γεννητικών οργάνων: είναι μικρές σαν μια καρφίτσα ή μεγαλύτερες. Δεν προκαλούν πόνο, αλλά φαγούρα. Αντιμετωπίζεται με κορτιζονούχες αλοιφές ή κρυοθεραπεία.